- ἡμιφωσώνιον
- ἡμι-φωσώνιον, τό, eine Art linnenes Kleid
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ημιφωσώνιον — ἡμιφωσώνιον, τὸ (Α) είδος λινού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φωσ(σ)ώνιον (< φώσσων «λινό ρούχο»)] … Dictionary of Greek
ἡμιφωσώνιον — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek